Επιστροφή

25η Μαρτίου - Ποιήματα

25η Μαρτίου

 

Βροντά κι η πλάση σήμερα χαρούμενη ξυπνά

φουσκώνουνε τα πέλαγα, ψηλώνουν τα βουνά.

Παντού τραγούδια και χαρές σε πόλεις και χωριά

Εικοσιπέντε του Μαρτιού. Γιορτάζ’ η Λευτεριά.

 

Ξυπνούνε τα Καλάβρυτα, το χάνι της Γραβιάς,

τα καριοφίλια ανοίγουνε τον τάφο της σκλαβιάς.

Κρήτη, Μοριάς και Ρούμελη και Σούλι και Ψαρά

Γιορτάστε τη, τη Λεβεντιά ακόμα μια φορά.

 

Στην Αλαμάνα σήμερα ο Διάκος πάλι ορθός

και ξαναστήθη απ’ την αρχή στο Ζάλογγο χορός.

Στα Δερβενάκια γίγαντας ο Γέρος του Μοριά.

Χαρείτε το! Φωνάξτε το! ΖΗΤΩ! η Λευτεριά!

 

 

 

 

ΚΑΝΑΡΗΣ

 

Όλη η Βουλή των προεστών στο μόλο συναγμένη

είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.

Τότε έβγαλα το φέσι

και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση:

«Τίποτα αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι!»

Σα μ’ άκουσε ένα απ’ τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει

και το φαρμάκι χύνει:

«Ποιος είναι αυτός και πώς τον λεν, που συμβουλές μας δίνει;»

Να τα Ψαρά  πως χάθηκαν. Κι εγώ φωτιά στο χέρι

πήρα και πέρα τράβηξα κατά της Χιος τα μέρη,

κι είπα από εκεί- δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα:

«Να! πώς με λεν εμένα!»

 

Α. Πάλλης

 

 

  

 

ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ

 

Τώρα που ο νους πάει στου ξεσηκωμού

τα επίσημα και τα’ άγια χρόνια εκείνα,

σε ξαναφέρνω μπρος μου πρώτη εσένανε,

ατρόμητη, ατσαλένια Μπουμπουλίνα.

 

Ω! των καπεταναίων, καπετάνισσα!

που κυβερνάς του τιμονιού το δοιάκι,

στο πρόσταγμά σου ο άνδρας υποτάζεται

και φαίνεται σαν άπραγο παιδάκι.

 

Σου καμαρώνω το κορμί το μπρούντζινο,

τα χέρια τα τραχιά και τα μαλλιά σου,

που αναλυτά σαν φίδια αναταράζονται

Και μοναχά αποφεύγω τη ματιά σου.

 

Κι εγώ, γυναίκα σημερινή, λαχτάρησα

στα θεία ετούτα λόγια της καρδιάς σου,

κι ήρθα με την ψυχή μου και γονάτισα

κάτω απ’ το φως το πράο της ματιάς σου.

 

Μυρτιώτισσα

 

 

  

ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ

 

Λευτεριά για λίγο πάψε

να χτυπάς με το σπαθί

τώρα σίμωσε και κλάψε

εις του Μπάιρον το κορμί.

 

Και κατόπι ας ακλουθούνε

όσοι επράξανε λαμπρά

από πάνω του ας χτυπούνε

μόνον στήθια ηρωικά.

 

Φλάμπουρα, όπλα τιμημένα,

Ας γυρθούν κατά τη γη,

καθώς ήτανε γυρμένα

εις του Μάρκου τη θανή.

 

Άκου Μπάιρον, πόσον θρήνον

Κάνει ενώ σε χαιρετά,

η Πατρίδα των Ελλήνων

Κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά.

 

Δ. Σολωμού

 

 

 

ΤΟ ΘΥΜΩΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

 

Σαν το σύννεφο τρέχει, σαν ίσκιος διαβαίνει.

Τα πανιά του φουσκώνουν στο πρίμο αγεράκι.

Κάπου πρέπει να χιμήξει, καθώς το γεράκι.

Τ’ είναι κείνο στη θάλασσα την αφρισμένη;

 

Να ’τανε τάχα πλεούμενο; Να ’ναι καράβι;

Τρομαγμένα τα κύματα φεύγουν μπροστά του.

Μια σηκώνεται ορθό, μια βυθίζεται κάτου,

Μια πηδάει στον αφρό κι απ’ τον ήλιο ανάβει.

 

Πες αλήθεια, της θάλασσας είσαι στοιχειό;

Ποιαν εκδίκηση τρέχεις απόψε να πάρεις;

Στο τιμόνι ποιον έχεις; Και μου ’πε:- Ο Κανάρης

με πηγαίνει στη Χιό!

 

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

 

 

ΔΕΣΠΩ

 

Απάνω στην Αρβανιτιά

η Ελλάδα πολεμάει. Από φωτιά

Γεμίζουν τα φαράγγια κ’ οι γκρεμνοί

βουνοκορφές μ’ αετοράχες πολεμούνε.

Κ’ η Δέσπω πάει νερό με το σταμνί,

για τους αντρειωμένους που διψούνε.

 

Μα στης φωτιάς τη λύσσα , την ορμή,

βόλι τη βρίσκει στην καρδιά φαρμακωμένο

πέφτει με τσακισμένο το κορμί

και το σταμνί σπασμένο.

 

Το αίμα της , ποτάμι φλογερό,

που χύνεται στη γη, δε λογαριάζει

της στάμνας βλέπει το νερό,

που χύθηκε άδοξα και πάει… κι αναστενάζει!

 

Την κατεβάζουν λαβωμένη στη σκηνή

του στρατηγού το χείλι της σαλεύει,

κάτι γυρεύει να τους πη , κάτι γυρεύει,

μα είν’ σβηστή και δεν ακούγεται η φωνή.

Τι θέλεις, πες, και θα σου δώσω ό,τι μπορώ,

της λέει ο στρατηγός. Του απαντάει:

Μια στάμνα, για να πάω νερό…

Και ξεψυχάει…

  

Τ. Μωραϊτίνη

 

 

 

ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΜΑΡΤΙΟΥ

 Ευαγγελισμός-Ελληνισμός

 

Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,

οι κόσμοι μείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.

Μια φλόγ’ αστράφτει…ακούονται ψαλμοί και μελωδία…

Πετάει έν’ άστρο…σταματά εμπρός εις τη Μαρία…

«Χαίρε, της λέει, αειπάρθενε, ευλογημένη, χαίρε!

Ο Κύριός μου είναι με Σε. Χαίρε, Μαρία, Χαίρε!»

 

Επέρασαν χρόνοι πολλοί…Μια μέρα σαν εκείνη

αστράφτει πάλι ο ουρανός…Στην έρμη της την κλίνη

λησμονημένη, ολόρφανη, χλομή κι απελπισμένη

μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.

Τα σίδερα είναι ατάραχα, σκοτάδι ολόγυρά της.

Η καταφρόνια, η δυστυχία, σέπουν τα κόκαλα της.

Τρέμει με μιας η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα

φέγγει κι αφήνει και περνά έν’ άστρο, μιαν αχτίδα.

Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του.

 

«Ξύπνα, ταράξου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.

Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς, ανάστα χαίρε».

 

Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαύρ’ η πεθαμένη

Νιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέσα της δεμένη

χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της

ανοίγει μνήμ’ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της…

Κανείς δεν αποκρένεται…Βγαίνει, πετά στα όρη…

Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.

 

«Ξυπνάτε, σεις που κείτεστε, ξυπνάτε, όσοι κοιμάστε,

Το θάνατο όσοι εγευτείτε, τώρα ζωή χορτάστε».

 

Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα

είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπει στον αθέρα

μ’ όλα τα κάλλη τα’ ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση

με χίλια μύρια λούλουδα, για να τη χαιρετίσει.

Γιορτάστε την, γιορτάστε την! Καθείς ας μεταλάβει

από τη χάρη του Θεού. Και εσείς και σεις οι σκλάβοι,

όσοι τη δάφνη στην καρδιά να φέρετε φοβάστε,

αφορεσμένοι να ’στε.

 

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

 

 

Η δόξα

 

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

περπατώντας η δόξα μονάχη

μελετά τα λαμπρά παλικάρια

και στη κόμη στεφάνι φορεί,

γινωμένο από λίγα χορτάρια

που είχαν μείνει στην έρημη γη΄΄

 

Διονύσιος Σολωμός