Επιστροφή

 Τραγούδια για το Πολυτεχνείο 

 


ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
(Μ. Θεοδωράκης - Ο. Ελύτης)


Ένα το χελιδόνι κι η
ανοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο ήλιος
θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες νά 'ναι στους τροχούς
θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.

Θε μου Πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα μ' έκλεισες μες στη θάλασσα

Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα του πέλαγου.

Σ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστό
Μύρισε το σκοτάδι κι όλη η
αβυσσο.

 

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ
(Ο. Ελύτης - Μ. Θεοδωράκης)


Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη (3)
λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα 'χει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά (3)
στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ (3)
με φοβέρες και μ' αίματα!

Το ακορντεόν ...

 Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
    που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν.
    'Οταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
    φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν.

    Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα
    κράταγε τσίλιες παίζοντας τ' ακορντεόν.
   Φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
    και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν .

    'Αρχινισμένο σύνθημα -πάντα μου μένει-
    όποτ' ακούω από τότε ακορντεόν
    και ' χει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει,
    "δεν θα περά- δεν θα περάσει ο φασισμός,"
    Και ' χει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει,
    "δεν θα περά- δεν θα περάσει ο φασισμός."

  

Ο  δρόμος 

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία,
    κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά.
    'Ηταν μια λέξη μοναχά "ελευθερία",
    ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά.

    Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία
    πέρασε εύκολα απ' τη μνήμη στην καρδιά.
    Ο τοίχος έγραφε "μοναδική ευκαιρία,
    εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά".

    Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
    ύστερα γήπεδο, στοιχήματα , καυγάς.
    Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
    έπειτα είπαν πως την έγραψαν παιδιά.

  

Το γελαστό παιδί 

'Ηταν πρωί τ' Αυγούστου, κοντά στη ροδαυγή
        βγήκα να πάρω αγέρα στην ανθισμένη γη.
        Βλέπω μια κόρη, κλαίει, σπαρακτικά θρηνεί,
        σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί.

        Είχεν αντρειά και θάρρος κι αιώνια θα θρηνώ,
        το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό.
        Ανάθεμα την ώρα , κατάρα τη στιγμή
        σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί.

        Ω! να 'ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
        και μόνο από βόλι Εγγλέζου να 'χε πάει
        κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
        θα 'ταν τιμή μου που 'χασα το γελαστό παιδί.

        Βασιλικιά μου αγάπη, μ' αγάπη θα στο λέω
        για τ' ότι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
        γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ.
        Δόξα τιμή στο αξέχαστο γελαστό παιδί.

        Βασιλικιά μου αγάπη, μ' αγάπη θα στο λέω
        για τ' ότι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
        γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ.
        Δόξα τιμή στο αξέχαστο γελαστό παιδί.

        Γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ.
        Δόξα τιμή στο αξέχαστο γελαστό παιδί.